θέρμυδρον

θέρμυδρον
θέρμυδρον, τὸ (Α)
1. τόπος με θερμές πηγές
2. πληθ. τὰ θέρμυδρα
ονομασία λιμανιού στη Ρόδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμο(ο)-* + -υδρον ουδ. τού -υδρος < ύδωρ, -ατος (πρβλ. άν-υδρος, έν-υδρος, έφ-υδρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θερμύδρου — θέρμυδρον a place with hot springs neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμυδρα — θέρμυδρον a place with hot springs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”